Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Ρωμαίικη ψυχή : Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε.


 
  http://trelogiannis.blogspot.gr/2012/12/blog-post_15.html

Ρωμαίικη ψυχὴ 

Ιωάννου Κων. Νεονάκη 
MD, MSc, PhD. 

Πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις στο ανοιχτό κηποθέατρο «Όαση» είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σάς βλέπω και είμαι κοντά σας» ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στο λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε το χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μίαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων. 


Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μάς για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μάς λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μάς έλεγε, μάς έλεγε, μάς έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μάς είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχια και το αβέβαιο μέλλον. Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μάς κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς σαν να μάς καλούσε σε πανηγύρι είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντας μάς να ανατριχιάσομε. «Τραγουδάμε». Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε. 

Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα! Τι σοφία αιώνων! Τι μπάλσαμο ψυχής! Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο το Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα της. Έναν Θεό πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γής δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό.

 Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως:
 «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός,
 ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια 
εορταζέτω γουν πάσα κτίσις 
την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται. 
Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ 
Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.»

 Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνομε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.
Ρωμαίικη ψυχή 5 December 2012 Ιωάννης Νεονάκης, Ταυτότητα Ιωάννου Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD. Πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις στο ανοιχτό κηποθέατρο «Όαση» είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σάς βλέπω και είμαι κοντά σας» ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στο λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε το χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μίαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων. Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μάς για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μάς λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μάς έλεγε, μάς έλεγε, μάς έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μάς είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχια και το αβέβαιο μέλλον. Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μάς κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς σαν να μάς καλούσε σε πανηγύρι είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντας μάς να ανατριχιάσομε. «Τραγουδάμε». Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε. Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα! Τι σοφία αιώνων! Τι μπάλσαμο ψυχής! Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο το Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα της. Έναν Θεό πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γής δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό. Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται. Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.» Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνομε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6659, Ἀντίβαρο
Ρωμαίικη ψυχή 5 December 2012 Ιωάννης Νεονάκης, Ταυτότητα Ιωάννου Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD. Πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις στο ανοιχτό κηποθέατρο «Όαση» είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σάς βλέπω και είμαι κοντά σας» ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στο λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε το χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μίαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων. Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μάς για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μάς λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μάς έλεγε, μάς έλεγε, μάς έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μάς είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχια και το αβέβαιο μέλλον. Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μάς κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς σαν να μάς καλούσε σε πανηγύρι είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντας μάς να ανατριχιάσομε. «Τραγουδάμε». Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε. Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα! Τι σοφία αιώνων! Τι μπάλσαμο ψυχής! Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο το Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα της. Έναν Θεό πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γής δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό. Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται. Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.» Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνομε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6659, Ἀντίβαρο
Ρωμαίικη ψυχή 5 December 2012 Ιωάννης Νεονάκης, Ταυτότητα Ιωάννου Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD. Πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις στο ανοιχτό κηποθέατρο «Όαση» είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σάς βλέπω και είμαι κοντά σας» ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στο λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε το χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μίαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων. Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μάς για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μάς λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μάς έλεγε, μάς έλεγε, μάς έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μάς είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχια και το αβέβαιο μέλλον. Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μάς κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς σαν να μάς καλούσε σε πανηγύρι είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντας μάς να ανατριχιάσομε. «Τραγουδάμε». Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε. Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα! Τι σοφία αιώνων! Τι μπάλσαμο ψυχής! Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο το Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα της. Έναν Θεό πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γής δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό. Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται. Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.» Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνομε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6659, Ἀντίβαρο
Ρωμαίικη ψυχή 5 December 2012 Ιωάννης Νεονάκης, Ταυτότητα Ιωάννου Κων. Νεονάκη MD, MSc, PhD. Πριν από δύο χρόνια ο Δήμος Ηρακλείου στις καλοκαιρινές του εκδηλώσεις στο ανοιχτό κηποθέατρο «Όαση» είχε προσκαλέσει τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου “Magna Graecia» («Μεγάλη Ελλάδα») από τα ελληνόφωνα χωριά της Ιταλίας για να δώσουν μια συναυλία με τραγούδια του τόπου τους. Στην αρχή της εκδήλωσης μάς μίλησε ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Στάθηκε στη μέση της σκηνής και με σπαστά Ελληνικά και τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή ξεκίνησε να μιλάει. «Αδέρφια, χαίρομαι που σάς βλέπω και είμαι κοντά σας» ήταν τα πρώτα του λόγια που αργά και με δυσκολία άρθρωσε από την πολλή συγκίνηση και το πνίξιμο στο λαιμό. Όλο του το κορμί έκλαιγε εκείνη την ώρα. Έκλαιγε το κλάμα της μεγάλης χαράς, του πραγματικού οντολογικού συναισθήματος που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, από την αρχή της ύπαρξης και πυρπολεί. Και εμείς συγκινηθήκαμε. Και εμείς ανταποδώσαμε το χαιρετισμό βουρκωμένοι και όλοι μαζί αγκαλιαστήκαμε νοερά, εκεί στη σιωπή του αχνού φωτός, σε μιαν ενότητα, σε μίαν ύπαρξη, σε ένα σώμα. Σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο σώμα των Ρωμηών, σ’ αυτήν την κοινότητα, σ’ αυτήν την κοινωνία των συγκαιρινών, των τεθνεώτων και των ερχομένων. Σε αυτό το σώμα, το ρωμαίικο, το ελεύθερο, το συνεχώς διευρυνόμενο, που πορεύεται όρθιο, υπερήφανο και χαρούμενο προς το τέλος, προς την ολοκλήρωση των εσχάτων. Μείναμε όλοι μας για ώρα ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, κοιταζόμενοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούμε. Ο πρόεδρος συνέχισε μιλώντας μάς για την ιστορία τους, ότι βρίσκονται εκεί από την αρχαιότητα, ότι πολλές λέξεις της διαλέκτου τους είναι αρχαιοελληνικές και δεν απαντώνται αλλού και τόσα άλλα. Και μετά την ιστορία και τα φιλολογικά, άρχισε να μάς λέει και για τα προβλήματά τους. Προβλήματα πολλά και δυσεπίλυτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο. Μάς έλεγε, μάς έλεγε, μάς έλεγε … Τελειωμό δεν είχαν. Μάς είπε για τον αριθμό τους που συνεχώς μειώνεται, για τις κοινότητές τους που ήκμαζαν άλλοτε, αλλά τώρα φθίνουν, για τα νέα παιδιά που δεν μιλάνε πλέον ελληνικά και συνεχώς αφομοιώνονται, για τη μοναξιά και την απομόνωσή τους, για τη φτώχια και το αβέβαιο μέλλον. Και ενώ όλοι μας παρακολουθούσαμε στεναχωρημένοι την περιγραφή της όντως δύσκολης αυτής κατάστασης, αναλογιζόμενοι και τα δικά μας βάσανα, ξαφνικά ο πρόεδρος σταμάτησε. Σιώπησε πλήρως. Μάς κοίταξε στα μάτια, και αλλάζοντας εντελώς ύφος, με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια ανοικτά και προτεταμένα προς εμάς σαν να μάς καλούσε σε πανηγύρι είπε με δυνατή, χαρούμενη φωνή ένα ρήμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είπε: «τραγουδάμε». Δυνατά σαν βέλος ξεχύθηκε η λέξη στον αέρα της Όασης κάνοντας μάς να ανατριχιάσομε. «Τραγουδάμε». Ναι τα χάσαμε όλα, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι μάς πάτησαν κάτω, αλλά εμείς τραγουδάμε. Ναι τα όνειρά μας διαλύθηκαν, αλλά εμείς τραγουδάμε. Το σοκ μου ήταν απερίγραπτο. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, έναν Ρωμηό γονατισμένο από τα βάσανα, τσακισμένο από τη ζωή, χωρίς προοπτικές για το μέλλον, ο οποίος ξαφνικά και αναπάντεχα, αρνούμενος να υποκύψει και να παραδοθεί, αντιδρά λιτά και ουσιαστικά τινάζοντας από πάνω του με μια κίνηση σαν τον Αλέξανδρο όλο το βάρος της θλίψης και της κατήφειας, όλη την τυραννία της φθοράς, όλη τη μαυρίλα του θανάτου. Και γίνεται ξαφνικά «ζωή εν τάφω», ζωή και φως μέσα στη φθαρτότητα και τον καθημερινό θάνατο αυτού του βίου, αναστάσιμη λαμπάδα στο βαθύ μεταμεσονύκτιο σκότος. Τι ανεπανάληπτο και λυτρωτικό μήνυμα! Τι σοφία αιώνων! Τι μπάλσαμο ψυχής! Η Ρωμαίικη ψυχή σε όλη της τη λαμπρότητα. Μια ψυχή που είναι ζυμωμένη με την Ανάσταση. Που ξέρει βιωματικά ότι η ζωή δε σταματάει στη σταύρωση. Ίσα ίσα που η σταύρωση είναι το βήμα για την υπέρβαση. Μια ψυχή που δεν θέλει τη σταύρωση, αλλά εάν προκύψει μπορεί να την υπερβεί. Μια ψυχή ζυμωμένη με την όντως ζωή, που κάθε Μεγάλο Σάββατο βλέπει και ακουμπάει το Άγιο Φως, που ψηλαφά με τα δάκτυλα και τις αισθήσεις της την αφθαρσία. Μια ψυχή που κάθε Κυριακή γεύεται την αιωνιότητα, που σε κάθε Λειτουργία βλέπει τον ίδιο το Θεό σαρκωμένο να περιπατεί δίπλα της. Έναν Θεό πατέρα αγάπης, που ποτέ δεν αρνείται το παιδί του, αλλά πάντα θα το προσκαλεί στο γεύμα της χαράς. Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Γεμάτη ελπίδα, γεμάτη φως, γεμάτη χαρά. Γιατί ξέρει ότι ό,τι και να γίνει «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Μια ψυχή που ξεχειλίζει και θέλει να τραγουδήσει, που θέλει να χορέψει. Ένα λεβέντικο πεντοζάλη. Κι αφού πατήσει γερά τη γής δεξά και ζερβά στο τρίτο ζάλο να φτάσει τον Ουρανό. Μου θύμισε έναν άλλο μεγάλο Ρωμηό. Τον Άγιο Ιωάννη Μανσούρ από τη Δαμασκό (τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό). Ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ο τόπος του είχε ήδη σκλαβωθεί στους Άραβες κατακτητές για πάνω από εκατό χρόνια, υπερβαίνοντας κάθε σκλαβιά και υποδούλωση, με πνεύμα αδούλωτο και ελεύθερο θα γράψει γεμάτος χαρά στους περίφημους πανηγυρικούς του ύμνους της Αναστάσεως: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν η εστερέωται. Φωτίζου, φωτίζου η Νέα Ιερουσαλήμ Χόρευε νυν και αγάλου Σιών.» Αυτή είναι η Ρωμαίικη ψυχή. Ελεύθερη, αδούλωτη, χαρούμενη, γεμάτη φως και ελπίδα. Ένα ατέλειωτο πανηγύρι, ένα ατέλειωτο τραγούδι. Και έτσι και εμείς «τοις του γένους μας ρήμασι πειθόμενοι» θα μείνομε εδώ και θα παλέψουμε τα δύσκολα που ζούμε και τα χειρότερα που έρχονται. Και νικώντας τα βάσανα και τη σκλαβιά μας, σε πείσμα κάθε θανάτου θα τραγουδάμε τραγούδια χαρούμενα. Εδώ, σε τούτον τον τόπο, σ’ αυτά τα άγια χώματα, σ’ αυτές τις γλυκές αμμουδιές του Ομήρου.

Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6659, Ἀντίβαρο
Το αλίευσα ΕΔΩ 


 http://youtu.be/THRY-IIhbcM


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης